- ανάσεισμα
- τό1) сотрясение; встряхивание; 2) взмахивание; размахивание; 3) бряцание (оружием)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνασείσματα — ἀνάσεισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάσεισις — ἀνάσεισις, η κ. ἀνάσεισμα, το κ. ἀνασεισμός, ο (Α) (Ν ανάσεισμα κ. ανασεισμός) η ενέργεια που εκφράζει το ανασείω*, απειλητική ανύψωση (όπλου) … Dictionary of Greek